ωοπώλης

ωοπώλης
ο / ᾠοπώλης, ΝΑ, και σε πάπ. ὀωπώλης Α
πωλητής αβγών, αβγουλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • ωοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης αβγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς τού Λαού] …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

  • ωόπωλις — ώλιδος, ἡ, ΜΑ πωλήτρια αβγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠοπώλης + επίθημα ις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”